Podstawowy στα ελληνικά

Μετάφραση: podstawowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχειώδης, τελικός, ουσιώδης, βασικός, πρωταρχικός, απώτατος, απαραίτητος, θεμελιώδης, έσχατος, πρώτος, κύριος, ζωτικός, προϊστορικός, ύστατος, συνδετήρας, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Podstawowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diament στα ελληνικά - άκαμπτος, αμετάπειστος, διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
  • drżąco στα ελληνικά - τρεμάμενα, ακροσφαλώς, ταραγμένα
  • hodowla στα ελληνικά - πολιτισμός, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, εκτροφή, εκτροφής, την αναπαραγωγή
Τυχαίες λέξεις
Podstawowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχειώδης, τελικός, ουσιώδης, βασικός, πρωταρχικός, απώτατος, απαραίτητος, θεμελιώδης, έσχατος, πρώτος, κύριος, ζωτικός, προϊστορικός, ύστατος, συνδετήρας, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια