Λέξη: συλλέκτης

Σχετικές λέξεις: συλλέκτης

συλλέκτης κενού, συλλέκτης υγρασίας, συλλέκτης κοπράνων, συλλέκτης υγρασίας uhu, συλλέκτης θέρμανσης τζακιού, συλλέκτης επιλεκτικός, συλλέκτης στιγμών, συλλέκτης ηλιακού θερμοσίφωνα, συλλέκτης ύδρευσης, συλλέκτης οστών

Συνώνυμα: συλλέκτης

συλλέγων, μαζεύων, αυτός που πιάνει, μεταγλωττιστής, συντάκτης, ερανιστής, εισπράκτορας, εισπράκτωρ

Μεταφράσεις: συλλέκτης

συλλέκτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collector, catcher, picker, collector of, manifold

συλλέκτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cobrador, recolector, coleccionista, recaudador, colector, colector de, de colector

συλλέκτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kollektor, sammel-elektrode, sammler, Sammler, Kollektor

συλλέκτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encaisseur, percepteur, quêteur, collectionneur, receveur, ramasseur, collecteur, capteur, collecteur de, collector

συλλέκτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collettore, collezionista, collector, raccoglitore, del collettore

συλλέκτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coletor, colecionador, cobrador, colector, coletor de

συλλέκτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzamelaar, Verzamelaars, collector, inzamelaar, collector van

συλλέκτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коллектор, токосниматель, сборщик, инкассатор, коллекционер, собиратель, коллектора, коллектором, коллекционером

συλλέκτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samler, samleren, solfangeren, collector, oppsamler

συλλέκτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samlare, kollektor, kollektorn, insamlare

συλλέκτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kollektori, perijä, rahastaja, keräilijä, kokooja, kerääjä, Collector, keräilijän

συλλέκτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
solfanger, collector, opkøber, samleren, kollektor

συλλέκτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výběrčí, sběrač, sběratel, inkasista, kolektor, kolektoru, kolektorem, Sběrač

συλλέκτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odbierak, zestawiacz, kwestarz, zbieracz, inkasent, kolektor, poborca, bileter, kolekcjoner, elektro, kolektora, collector

συλλέκτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyűjtő, kollektor, begyűjtő, kollektoros, gyűjtők

συλλέκτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koleksiyoncu, toplayıcı, kollektör, kolektör, kolektörü

συλλέκτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щітки, колектор, збирач, складальник, колекціонер, коллектор, реагент, плита

συλλέκτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
koleksionist, kolektor, kolektorit, koleksionist i, mbledhës

συλλέκτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колектор, колекционер, колектора, на колектора, колекторна

συλλέκτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калектар

συλλέκτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kollektsionäär, kollektor, koguja, kollektori, kokkuostja, Collector

συλλέκτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kontrolor, akviziter, kolekcionar, kolektor, kolektora, sakupljač, skupljač

συλλέκτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
safnari, Collector, innheimtumanni, safnara

συλλέκτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kolektorius, surinkėjas, kolektoriaus, rinktuvas, kolektorinis

συλλέκτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kolektors, kolekcionārs, savācējs, kolektora, kolektoru

συλλέκτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колектор, колекционер, колекторот, собирач, собирач на

συλλέκτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colecţionar, colector, colectorului, colector de, colecționar, colectionar

συλλέκτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
collector, zbiralnik, zbiralec, kolektor, zbiratelj

συλλέκτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolektor, kolektory

Στατιστικά δημοτικότητας: συλλέκτης

Τυχαίες λέξεις