Podwyższenie στα ελληνικά
Μετάφραση: podwyższenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διογκώνω, αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyneutrino στα ελληνικά - αντινετρίνο, το αντινετρίνο, αντινετρίνου, αντινετρίνων
- asenizacja στα ελληνικά - υγιεινή, αποχέτευση, αποχέτευσης, υγιεινής, την αποχέτευση
- fizjoterapeuta στα ελληνικά - φυσιοθεραπευτής, Φυσικοθεραπευτής, Φυσικοθεραπευτή, Φυσιοθεραπευτή, Φυσιοθεραπεύτρια
- herbatnik στα ελληνικά - μπισκότο, βαρελότο, μπισκότου, μπισκότων, μπισκότα, μπισκοτοποιίας
Τυχαίες λέξεις
Podwyższenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διογκώνω, αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: διογκώνω, αύξηση, αυξάνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει