Pokonać στα ελληνικά
Μετάφραση: pokonać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νικημένος, κατακτώ, ξεπερνώ, ελαττώνω, γλείφω, νικώ, χτυπώ, ήττα, δέρνω, μειώνω, συντρίβω, περιορίζω, υπερβαίνω, την ήττα, ήττας, αναστολής, ήττα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ceregiele στα ελληνικά - ταραχή, φασαρία, ντόρος, αναστάτωση, ADO, καθυστέρηση, το ADO, ...
- cerkiew στα ελληνικά - εκκλησία, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
- dzierżyć στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, χειρίζομαι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί
- gościna στα ελληνικά - διατριβή, επισκέπτομαι, επίσκεψη, φιλοξενία, παρεπιδημώ, διαμένω, παραμονή, ...
Τυχαίες λέξεις
Pokonać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νικημένος, κατακτώ, ξεπερνώ, ελαττώνω, γλείφω, νικώ, χτυπώ, ήττα, δέρνω, μειώνω, συντρίβω, περιορίζω, υπερβαίνω, την ήττα, ήττας, αναστολής, ήττα του
Μεταφράσεις: νικημένος, κατακτώ, ξεπερνώ, ελαττώνω, γλείφω, νικώ, χτυπώ, ήττα, δέρνω, μειώνω, συντρίβω, περιορίζω, υπερβαίνω, την ήττα, ήττας, αναστολής, ήττα του