Pomieszczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: pomieszczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγαστικός, χώρος, στέγαση, δωμάτιο, περιοχή, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bełkot στα ελληνικά - τραυλίζω, ψιττακίζω, ανοησίες, φλυαρία, φλυαρίας, παρλαπίπες, φλυαρία που, ...
- bulwa στα ελληνικά - βολβός, γλόμπος, λαμπτήρα, λάμπα, βολβού, βολβό
- gwiazdowy στα ελληνικά - αστέρι, αστέρων, Κατηγορία, αστέρων ξενοδοχείο
- heterodyna στα ελληνικά - ετερόδυνος, heterodyne, ετερόδυνη, ετερόδυνης, ετερόδυνο
Τυχαίες λέξεις
Pomieszczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγαστικός, χώρος, στέγαση, δωμάτιο, περιοχή, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
Μεταφράσεις: στεγαστικός, χώρος, στέγαση, δωμάτιο, περιοχή, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια