Εκτρέπω στα αγγλικά
Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deflect, divert, shunt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εκτρέπω
divert
- εκτρέπω
- μετατρέπω
- παρεκκλίνω
- εκτρέπω
- αποστρακίζω
- αποκλίνω
Σχετικές λέξεις: εκτρέπω
εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας αγγλικά, εκτρέπω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εκτοπίζω στα αγγλικά - deport, supersede, dislocate, dislodge, displace
- εκτρέπομαι στα αγγλικά - deviate, digress, aberrate, stray, swerve
- εκτροφέας στα αγγλικά - breeder, keeper, farmer, a breeder, stock breeder
- εκτόνωση στα αγγλικά - relief, relaxation, expansion, defusing, relieve, defuse
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: deflect, divert, shunt
Μεταφράσεις: deflect, divert, shunt