Pomoczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: pomoczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιχύω, βρεγμένος, υγρός, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Pomoczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dermatolog στα ελληνικά - δερματολόγος, δερματολόγο, το δερματολόγο, δερματολόγου, τον δερματολόγο
  • dwuzasadowy στα ελληνικά - διβασικός, διβασικό, διβασικού, διβασικά, διβασικών
  • ekspatriować στα ελληνικά - εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους
Τυχαίες λέξεις
Pomoczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιχύω, βρεγμένος, υγρός, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε