Popędliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: popędliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύθυμος, ορμητικός, πικρόχολος, εσπευσμένος, απερίσκεπτος, βιαστικός, ευέξαπτος, ακάθεκτος, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aspirator στα ελληνικά - σύστημα απαγωγής, αναρροφητικού, αναρροφητικού ανεμιστήρα, αναρροφητικό ανεμιστήρα
- bazowy στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, βάση, Βάσης, Βάσης της, Base, Βάσεων
- biatlonowy στα ελληνικά - Δίαθλο, Διάθλου, Biathlon, Μοτοσικλέτας, δίαθλου
- cedzić στα ελληνικά - στραμπουλίζω, φίλτρο, διηθώ, τεντώνω, ζόρι, κρησαρίζω, αργοπίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Popędliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύθυμος, ορμητικός, πικρόχολος, εσπευσμένος, απερίσκεπτος, βιαστικός, ευέξαπτος, ακάθεκτος, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Μεταφράσεις: οξύθυμος, ορμητικός, πικρόχολος, εσπευσμένος, απερίσκεπτος, βιαστικός, ευέξαπτος, ακάθεκτος, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά