Ορμητικός στα πολωνικά
Μετάφραση: ορμητικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popędliwy, wybuchowy, zapalczywy, żywiołowy, porywczy, gwałtowny
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμητικός
ορμητικός συνώνυμα, ορμητικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, ορμητικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ορμέμφυτος στα πολωνικά - napędowy, prędki, raptowny, porywczy, spontaniczny, impulsywny, instynktowny, ...
- ορμή στα πολωνικά - wpływ, gnać, gwałtowność, odruch, popędzać, wpadać, popyt, ...
- ορμόνη στα πολωνικά - hormon, hormonu, hormonem, hormonalnej, hormonów
- ορνιθοσκαλίσματα στα πολωνικά - gryzmolić, kulas, skrobać, nabazgrać, bazgrać, szmira, bazgranina, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορμητικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: popędliwy, wybuchowy, zapalczywy, żywiołowy, porywczy, gwałtowny
Μεταφράσεις: popędliwy, wybuchowy, zapalczywy, żywiołowy, porywczy, gwałtowny