Poparzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: poparzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cyfrowy στα ελληνικά - ψηφιακός, ψηφιακό, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
- dramatycznie στα ελληνικά - δραματικά, εντυπωσιακά, σημαντικά, δραστικά, θεαματικά
- endogeniczny στα ελληνικά - ενδογενούς, ενδογενή, ενδογενείς, ενδογενής, ενδογενών
- grabki στα ελληνικά - τσουγκράνες, χτένια, ελισσόμενα, πτερύγων
Τυχαίες λέξεις
Poparzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται