Porwać στα ελληνικά
Μετάφραση: porwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, απάγω, μεταφέρω, αεροπειρατεία, σφετερίζομαι, καραμπίνα, μεταφορά, σαγηνεύω, συνεπαίρνω, τουφέκι, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- burczeć στα ελληνικά - βουίζω, κηφήνας, γκρινιάζω, μπουμπουνίζω, μεμψιμοιρώ, γρύλισμα, βρυχηθμός, ...
- dobudówka στα ελληνικά - προέκταση, επέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
- fakultatywny στα ελληνικά - προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
- intratny στα ελληνικά - καλοπληρωμένη δουλειά, καλοπληρωμένη, άνετος, άνετος τρόπο, καλοφτιαγμένα
Τυχαίες λέξεις
Porwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, απάγω, μεταφέρω, αεροπειρατεία, σφετερίζομαι, καραμπίνα, μεταφορά, σαγηνεύω, συνεπαίρνω, τουφέκι, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Μεταφράσεις: αρπάζω, απάγω, μεταφέρω, αεροπειρατεία, σφετερίζομαι, καραμπίνα, μεταφορά, σαγηνεύω, συνεπαίρνω, τουφέκι, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη