Pot στα ελληνικά
Μετάφραση: pot, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλλόμενος, άντρας, γρίπη, τύπος, συνάδελφος, ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstrakcyjnie στα ελληνικά - αφηρημένα, αφηρημένο, αφηρημένως, αφαιρετικά, λαμβάνονται αφηρημένως
- dogmatycznie στα ελληνικά - δογματικά, δογματικώς, δογματικό, δογματικής
- drzewozbiór στα ελληνικά - δενδροκομείο, Arboretum, δενδρολογικό κήπο, βοτανικού κήπου, δενδρολογικός κήπος
- gust στα ελληνικά - γεύομαι, αρέσκεια, γεύση, γούστο, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Τυχαίες λέξεις
Pot στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλλόμενος, άντρας, γρίπη, τύπος, συνάδελφος, ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς
Μεταφράσεις: παλλόμενος, άντρας, γρίπη, τύπος, συνάδελφος, ιδρώτας, ιδρώτα, τον ιδρώτα, του ιδρώτα, ιδρωτοποιούς