Powściągliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: powściągliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρατημένος, λιγομίλητος, εύκρατος, επιφυλακτικός, λιγόλογος, εχέμυθος, διφορούμενος, ακατάδεχτος, κρυψίνους, εγκρατής, υπερόπτης, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ażeby στα ελληνικά - εκείνος, που, για, να, προς, σε, με
- benefis στα ελληνικά - επίδομα, ωφέλεια, επωφελούμαι, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, ...
- chwalić στα ελληνικά - εκθειάζω, φιλοφρόνηση, έπαινος, επαινώ, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, ...
- izolowany στα ελληνικά - απομονωμένος, μονωμένα, μονωμένος, μονωμένη, μονωμένο, μονωμένες
Τυχαίες λέξεις
Powściągliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρατημένος, λιγομίλητος, εύκρατος, επιφυλακτικός, λιγόλογος, εχέμυθος, διφορούμενος, ακατάδεχτος, κρυψίνους, εγκρατής, υπερόπτης, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Μεταφράσεις: κρατημένος, λιγομίλητος, εύκρατος, επιφυλακτικός, λιγόλογος, εχέμυθος, διφορούμενος, ακατάδεχτος, κρυψίνους, εγκρατής, υπερόπτης, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη