Λιγόλογος στα πολωνικά

Μετάφραση: λιγόλογος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
milczący, powściągliwy, małomówny, skryty, taciturn, małomównym, małomówni
Λιγόλογος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιγόλογος

λιγόλογος λεξικό γλώσσας πολωνικά, λιγόλογος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λιγομίλητος στα πολωνικά - powściągliwy, milczący, małomówny, skryty, ligomilitos
  • λιγοστός στα πολωνικά - ubogi, szczupły, chudy, cienki, nieliczny, skromny, niewielki, ...
  • λιθοβολώ στα πολωνικά - kamieniarz, drylować, kamica, pestka, ukamienować, kamień, oczko, ...
  • λιθοστρώνω στα πολωνικά - brukować, wykładać, torować, wytyczać, wybrukować, wyłożyć, kostka, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιγόλογος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: milczący, powściągliwy, małomówny, skryty, taciturn, małomównym, małomówni