Powiększyć στα ελληνικά

Μετάφραση: powiększyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, εκτείνομαι, μεγαλοποιώ, μεγεθύνω, εκτείνω, βελτιώνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε
Powiększyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dalia στα ελληνικά - ντάλια, Dahlia, ντάλιας, νταλιών, Dahlia Το
  • generatywny στα ελληνικά - γεννητικός, παραγωγική, γενεσιουργός, παραγωγικών, γενεσιουργό
  • genetyk στα ελληνικά - γενεσιολόγος, γενετησιολόγο, γενετησιολόγος, γενετιστής, γενετιστή
  • humanistyka στα ελληνικά - ανθρωπιστικές επιστήμες, ανθρωπιστικών, ανθρωπιστικών επιστημών, ανθρωπιστικές, ανθρωπιστικές σπουδές
Τυχαίες λέξεις
Powiększyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εκτείνομαι, μεγαλοποιώ, μεγεθύνω, εκτείνω, βελτιώνω, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε