Powoływać στα ελληνικά
Μετάφραση: powoływać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραθέτω, κατηγορώ, βεβαιώνω, επικυρώνω, επικαλούμαι, μνημονεύω, παραπέμπω, αναφέρομαι, υποστηρίζω, καθορίζω, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διαβεβαιώνω, αγορεύω, προσκαλώ, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλούνται, επικαλεστούν, να επικαλείται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bielik στα ελληνικά - λευκαντικό, χλωρίνη, ερνέστος, Erne
- bystro στα ελληνικά - λαμπερά, λαμπρά, απότομα, κατακόρυφα, σημαντικά, έντονα, αισθητά
- gospodarka στα ελληνικά - οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
- grupa στα ελληνικά - όμιλος, σώμα, τσαμπί, σύμπλεγμα, φωλιάζω, δέσμη, συρρέω, ...
Τυχαίες λέξεις
Powoływać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραθέτω, κατηγορώ, βεβαιώνω, επικυρώνω, επικαλούμαι, μνημονεύω, παραπέμπω, αναφέρομαι, υποστηρίζω, καθορίζω, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διαβεβαιώνω, αγορεύω, προσκαλώ, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλούνται, επικαλεστούν, να επικαλείται
Μεταφράσεις: παραθέτω, κατηγορώ, βεβαιώνω, επικυρώνω, επικαλούμαι, μνημονεύω, παραπέμπω, αναφέρομαι, υποστηρίζω, καθορίζω, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, διαβεβαιώνω, αγορεύω, προσκαλώ, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλούνται, επικαλεστούν, να επικαλείται