Praca στα ελληνικά

Μετάφραση: praca, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειά, κατάληψη, κοπιάζω, δουλεύω, εργασία, κατοχή, επάγγελμα, εργάζομαι, καθήκον, έργο, εργασίας, εργασίες
Praca στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezan στα ελληνικά - ραπίζων, ιστίο της πρύμνης, καϊκι
  • ciekawość στα ελληνικά - ενδιαφέρον, περιέργεια, επιτόκιο, τόκος, την περιέργεια, περιέργειά, περιέργειας, ...
  • endokrynologia στα ελληνικά - ενδοκρινολογία, ενδοκρινολογίας, Ενδοκρινολογικό, την ενδοκρινολογία, της ενδοκρινολογίας
  • fetyszyzm στα ελληνικά - δεισιδεμονία, φετιχισμού, φετιχισμό, φετιχισμός, ο φετιχισμός
Τυχαίες λέξεις
Praca στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειά, κατάληψη, κοπιάζω, δουλεύω, εργασία, κατοχή, επάγγελμα, εργάζομαι, καθήκον, έργο, εργασίας, εργασίες