Κατάληψη στα πολωνικά

Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawód, praca, okupacja, zajmowanie, wyznanie, zamieszkanie, zajęcie, konfiskata, atak, zagarnięcie, zdobycie
Κατάληψη στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάληψη

κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας πολωνικά, κατάληψη στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κατάκτηση στα πολωνικά - zdobycie, zwycięstwo, pokonanie, podbój, podboju, conquest, podbojem
  • κατάληξη στα πολωνικά - końcówka, skończenie, rezultat, wynik, zakończenie, przyrostek, sufiks, ...
  • κατάλληλα στα πολωνικά - stosownie, właściwie, odpowiednio, należycie, godnie, odpowiedni, nadaje, ...
  • κατάλληλος στα πολωνικά - skłonny, wybieralny, zdolny, właściwy, przywłaszczać, przydzielać, stosowny, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zawód, praca, okupacja, zajmowanie, wyznanie, zamieszkanie, zajęcie, konfiskata, atak, zagarnięcie, zdobycie