Κοπιάζω στα πολωνικά

Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
robocizna, ból, praca, poród, robota, moil
Κοπιάζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιάζω

κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, κοπιάζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κοπή στα πολωνικά - przecinać, ucinać, obciąć, afront, mięso, rozkrój, rowek, ...
  • κοπανίζω στα πολωνικά - walić, rozgniatać, funt, ucierać, tłuc, machnąć, wykuksać, ...
  • κοπιαστικός στα πολωνικά - pracowitość, skrupulatny, pilny, wypracowany, pracowity, mozolny, staranny, ...
  • κοπριά στα πολωνικά - błoto, nawozić, gnojenie, nawóz, łajno, kał, lichota, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: robocizna, ból, praca, poród, robota, moil