Praktyczny στα ελληνικά
Μετάφραση: praktyczny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογικός, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antropolog στα ελληνικά - ανθρωπολόγος, ανθρωπολόγο, ανθρωπολόγου, ο ανθρωπολόγος, η ανθρωπολόγος
- cytolog στα ελληνικά - κυτταρολόγο, κυτταρολόγος
- drań στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, κατεργάρικος
- horrendalny στα ελληνικά - απαίσιος, ασυνείδητος, παράλογη, ασυνείδητη, εξωφρενικό, ασυνείδητες
Τυχαίες λέξεις
Praktyczny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογικός, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Μεταφράσεις: λογικός, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά