Prosperować στα ελληνικά
Μετάφραση: prosperować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθίζω, ευδοκιμώ, ακμάζω, επιτυγχάνω, κραδαίνω, προκόβω, ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apostazja στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
- chmura στα ελληνικά - αύρα, σύννεφο, cloud, νέφος, νέφους, νεφών
- częstotliwościowo-napięciowy στα ελληνικά - συχνότητα, συχνότητας, συχνοτήτων, τη συχνότητα, η συχνότητα
- dojście στα ελληνικά - άνοδος, προσπέλαση, ένταξη, χερούλι, απόκτημα, πρόσβαση, προσέγγιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Prosperować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθίζω, ευδοκιμώ, ακμάζω, επιτυγχάνω, κραδαίνω, προκόβω, ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει
Μεταφράσεις: ανθίζω, ευδοκιμώ, ακμάζω, επιτυγχάνω, κραδαίνω, προκόβω, ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει