Ευδοκιμώ στα πολωνικά
Μετάφραση: ευδοκιμώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prosperować, kwitnąć, udawać, dobrze się rozwijać, rozwijać, rozwijać się
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευδοκιμώ
ευδοκιμώ ετυμολογία, ευδοκιμώ συνώνυμα, ευδοκιμώ βικιλεξικο, ευδοκιμώ συνώνυμο, ευδοκιμώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, ευδοκιμώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ευδιάθετος στα πολωνικά - jowialny, wesoły, pogodny
- ευδιάκριτος στα πολωνικά - wybitny, rozróżnialny, głośny, spostrzegalny, wydatny, poczesny, zauważalny, ...
- ευελπιστώ στα πολωνικά - spodziewać, nadzieja, mieć nadzieję, nadzieję
- ευεπηρέαστος στα πολωνικά - wrażliwy, cierpiętliwy, passible
Τυχαίες λέξεις
Ευδοκιμώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: prosperować, kwitnąć, udawać, dobrze się rozwijać, rozwijać, rozwijać się
Μεταφράσεις: prosperować, kwitnąć, udawać, dobrze się rozwijać, rozwijać, rozwijać się