Prywatka στα ελληνικά

Μετάφραση: prywatka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβαλλόμενος, παρέα, boum
Prywatka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • charyzma στα ελληνικά - χάρισμα, το Χάρισμα, χάρισμά, Το Charisma, το χάρισμά
  • dializa στα ελληνικά - διάλυση, αιμοκάθαρση, αιμοκάθαρσης, διαπίδυση, διαπίδυσης
  • funt στα ελληνικά - μάντρα, λίμπρα, λίβρα, κοπανίζω, λίρα, λιβρών, λίρας, ...
  • gigantyczny στα ελληνικά - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
Τυχαίες λέξεις
Prywatka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβαλλόμενος, παρέα, boum