Przeciążenie στα ελληνικά

Μετάφραση: przeciążenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Przeciążenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arendować στα ελληνικά - μίσθωση, εκμίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως
  • cynamon στα ελληνικά - κανέλα, κανέλας, κανέλλα, κανέλλας, την κανέλα
  • dźwiękowy στα ελληνικά - ηχητικός, γερός, ήχος, φωνή, ακουστικός, υγιής, χρηστή, ...
  • etalon στα ελληνικά - πρότυπο τεμάχιο
Τυχαίες λέξεις
Przeciążenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερφορτώνω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση