Przelęknąć στα ελληνικά

Μετάφραση: przelęknąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, τρομάζω, τρομοκρατήσει, τρομοκρατεί, τρομοκρατήσουν, τρομοκρατήσεις ένα
Przelęknąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biopsja στα ελληνικά - βιοψία, Η βιοψία, βιοψίας, βιοψία του, της βιοψίας
  • czysty στα ελληνικά - ευθύς, ακριβής, πρόστιμο, καθαρίζω, ατόφιος, συγυρίζω, συγυρισμένος, ...
  • grzmocić στα ελληνικά - Bang, Έκρηξη, κτύπημα, Μπανγκ, της Bang
  • intoksykacja στα ελληνικά - μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
Τυχαίες λέξεις
Przelęknąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, τρομάζω, τρομοκρατήσει, τρομοκρατεί, τρομοκρατήσουν, τρομοκρατήσεις ένα