Przemoczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przemoczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, βρέχω, εμποτίζω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- argumentowanie στα ελληνικά - επιχειρηματολογία, επιχειρήματα, επιχειρηματολογίας, την επιχειρηματολογία, τα επιχειρήματα
- egzarchat στα ελληνικά - εξαρχία, Εξαρχίας, εξαρχάτο, εξαρχάτου, εξαρχείας
- hydrodynamika στα ελληνικά - υδροδυναμική, υδροδυναμικής, την υδροδυναμική, η υδροδυναμική, υδροδυναμικά
- inhalacyjny στα ελληνικά - εισπνοή, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής
Τυχαίες λέξεις
Przemoczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, βρέχω, εμποτίζω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
Μεταφράσεις: μουσκεύω, βρέχω, εμποτίζω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού