Przesiadywać στα ελληνικά
Μετάφραση: przesiadywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aeronauta στα ελληνικά - αεροναύτης, αεροπόρος
- czasownik στα ελληνικά - ρήμα, ρήματος, verb, το ρήμα, ρημάτων
- dziki στα ελληνικά - κόβω, βάρβαρος, μανιασμένος, κτηνώδης, καταβεβλημένος, θηριώδης, άγριος, ...
- gruntowanie στα ελληνικά - έναυσμα, αστάρωμα, εκκίνησης, αναρρόφησης, εκκίνηση
Τυχαίες λέξεις
Przesiadywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
Μεταφράσεις: κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε