Przeterminować στα ελληνικά
Μετάφραση: przeterminować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήγω, ξεπερασμένος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένο, ξεπερασμένες, παρωχημένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autonomia στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- dreptanie στα ελληνικά - τρικλοποδιά, γλιστρήσουν, ενεργοποίησης, να γλιστρήσουν, απόζευξης
- gotycki στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
- grobowy στα ελληνικά - καίριος, τάφος, τύμβος, απαισιόδοξος, μελαγχολικός, ζοφερός, τάφο, ...
Τυχαίες λέξεις
Przeterminować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήγω, ξεπερασμένος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένο, ξεπερασμένες, παρωχημένες
Μεταφράσεις: λήγω, ξεπερασμένος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένο, ξεπερασμένες, παρωχημένες