Przetrącić στα ελληνικά

Μετάφραση: przetrącić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση
Przetrącić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzemienny στα ελληνικά - αγχωμένος, βαρυσήμαντος, μοιραίος, έγκυος, κατάφορτος, έγκυες, εγκύων, ...
  • dalekość στα ελληνικά - απόσταση
  • figura στα ελληνικά - πρόσωπο, αριθμός, εικόνα, φιγούρα, Σχήμα, Το Σχήμα
  • gilosza στα ελληνικά - γραμμοκόσμημα, Guilloche, συμπλέκτων γραμμών, σύμπλεκτες γραμμές, συμπλέκτων κυματοειδών γραμμών
Τυχαίες λέξεις
Przetrącić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, διάλειμμα, σπάζω, αντεπίθεση