Przewieźć στα ελληνικά
Μετάφραση: przewieźć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταφέρω, κουβαλώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezsilność στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμίας, ανικανότητας, απελπισίας, της αδυναμίας
- chropowato στα ελληνικά - πρόχειρα, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, κατά προσέγγιση
- epidemiolog στα ελληνικά - επιδημιολόγος, επιδημιολόγο, επιδημιολόγου, επιδημιολόγος από
- gnilec στα ελληνικά - σκορβούτο, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Τυχαίες λέξεις
Przewieźć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταφέρω, κουβαλώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Μεταφράσεις: μεταφέρω, κουβαλώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν