Przeznaczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: przeznaczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφιερώνω, αφήνω, διανέμω, επιτρέπω, προσφέρω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chodak στα ελληνικά - τσόκαρο, βώλος, βουλώνω, εμποδίζω, clog που, κωλύω
- czasomierz στα ελληνικά - ωρολόγιο, ρολόι, ρολογιού, ρολόι που, το ρολόι
- ewangelista στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
- iteracyjny στα ελληνικά - επαναληπτικός, επαναληπτική, επαναληπτικής, επαναληπτικό, επαναλαμβανόμενη
Τυχαίες λέξεις
Przeznaczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφήνω, διανέμω, επιτρέπω, προσφέρω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Μεταφράσεις: αφιερώνω, αφήνω, διανέμω, επιτρέπω, προσφέρω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν