Przydział στα ελληνικά

Μετάφραση: przydział, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλήρος, μερίδα, διανομή, κατανέμω, ανάθεση, καταμερισμός, επιχορήγηση, καθημερινός, δουλειά, αποστολή, επίδομα, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
Przydział στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akredytacja στα ελληνικά - Διαπίστευση, Διαπίστευσης, Πιστοποίησης, Η διαπίστευση, διαπίστευση στο
  • antropogeniczny στα ελληνικά - ανθρωπογενείς, ανθρωπογενών, ανθρωπογενή, ανθρωπογενούς, των ανθρωπογενών
  • histeria στα ελληνικά - εκφοβίζω, τρομάζω, υστερία, υστερίας, την υστερία, η υστερία, υστερία των
  • ibis στα ελληνικά - ίβης, Ibis, Το Ibis, ξενοδοχείο Ibis
Τυχαίες λέξεις
Przydział στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλήρος, μερίδα, διανομή, κατανέμω, ανάθεση, καταμερισμός, επιχορήγηση, καθημερινός, δουλειά, αποστολή, επίδομα, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή