Przygniatać στα ελληνικά
Μετάφραση: przygniatać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νάνος, συντρίβω, επισκιάζω, πνίγω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Μεταφράσεις
- austenit στα ελληνικά - ωστενίτη, ωστενίτης, ωστενιτική, ωστενίτου, του ωστενίτη
- bunkrować στα ελληνικά - άνθρακας, κάρβουνα, ανθρακαποθήκη, καυσίμων, αποθήκη, καταφύγιο, στη δεξαμενή
- eteryczny στα ελληνικά - αρωματικός, πτητικός, αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
Τυχαίες λέξεις
Przygniatać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νάνος, συντρίβω, επισκιάζω, πνίγω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Μεταφράσεις: νάνος, συντρίβω, επισκιάζω, πνίγω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις