Przymuszać στα ελληνικά
Μετάφραση: przymuszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω, δύναμη, βία, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Μεταφράσεις
- cukiernik στα ελληνικά - ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλάστη, ζαχαροπλαστική, άχνη, ζαχαροπλαστείο
- depeszować στα ελληνικά - τηλέγραφος, καλώδιο, τηλέγραφου, τηλέγραφο, τηλεγραφήματα, τηλεγραφικά
- hipostaza στα ελληνικά - υπόσταση, υπόστασις, υπόστασης, υποστάσεως, υπόστασή
- iluzja στα ελληνικά - παραίσθηση, ψευδαίσθηση, αυταπάτη, ψευδαίσθησης, πλάνη
Τυχαίες λέξεις
Przymuszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω, δύναμη, βία, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, πειθαναγκάζω, δύναμη, βία, εξαναγκάσει, εξαναγκάζουν, εξαναγκάσουν, αναγκάζουν, εξαναγκασμό