Przypatrywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przypatrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, οφθαλμός, Μάτι, ματιών, Eye, τα μάτια, των ματιών
Przypatrywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrząstkowaty στα ελληνικά - χονδρώδης, τραγανή, τραγανό
  • cudny στα ελληνικά - ωραίος, θαυμάσιος, έξοχος, όμορφος, περικαλλής, ωραίας, beauteous, ...
  • garbarnia στα ελληνικά - βυρσοδεψείο, βυρσοδεψία, βυρσοδεψίας, βυρσοδεψείου, βυρσοδεψείων
  • hitlerowiec στα ελληνικά - Ναζί, ναζιστική, ναζιστικής, ναζιστικό, ναζιστικού
Τυχαίες λέξεις
Przypatrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, οφθαλμός, Μάτι, ματιών, Eye, τα μάτια, των ματιών