Przypilnować στα ελληνικά

Μετάφραση: przypilnować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρουρά, παρακολουθώ, βλέπω, ρολόι
Przypilnować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aforyzm στα ελληνικά - απόφθεγμα, αφορισμός, αφορισμό, ρητό, αφορισμού
  • bankowiec στα ελληνικά - τραπεζίτης, τραπεζικός υπάλληλος, υπάλληλος της τράπεζας, τραπεζική υπάλληλος, υπάλληλου τραπέζης, υπάλληλου τραπέζης της
  • fant στα ελληνικά - στερούμαι, πρόστιμο, βραβείο, τίμημα, έπαθλο, ενέχυρο, υπόσχεση, ...
  • hipnoza στα ελληνικά - έκσταση, ύπνωση, ύπνωσης, την ύπνωση, η ύπνωση, της ύπνωσης
Τυχαίες λέξεις
Przypilnować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρουρά, παρακολουθώ, βλέπω, ρολόι