Przysługiwać στα ελληνικά

Μετάφραση: przysługiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκομαι, είμαι, διανύω, να ανατεθεί, περιέρχονται, περιέρχεται, να είναι γεγενημένο, θα ανατεθούν
Przysługiwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aerator στα ελληνικά - αεριστής, αεριστή, εξαεριστής, αεριστήρα
  • atrybut στα ελληνικά - ιδιότητα, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
  • dotknięcie στα ελληνικά - αγγίζω, καλκάνι, πινελιά, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, ...
  • fasonowanie στα ελληνικά - υπεργολαβία, υπεργολαβίας, σύμβαση υπεργολαβίας, υπεργολαβια, με υπεργολαβια
Τυχαίες λέξεις
Przysługiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκομαι, είμαι, διανύω, να ανατεθεί, περιέρχονται, περιέρχεται, να είναι γεγενημένο, θα ανατεθούν