Przysięgły στα ελληνικά
Μετάφραση: przysięgły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absurdalność στα ελληνικά - γελοιότητα, παραλογισμός, παραλογισμό, παράλογο, παραλογισμού, τον παραλογισμό
- eon στα ελληνικά - αιών, Aeon, αιώνος τούτου, αιώνος
- epidemicznie στα ελληνικά - επιδημίας, επιδημικά, υπό τη μορφή επιδημίας, μορφή επιδημίας, επιδημιακά
- fruwanie στα ελληνικά - ιπτάμενος, πτερυγίζω, ταραχή, πτερυγισμού, πτερυγισμός, πτερυγισμό, φτερούγισμα
Τυχαίες λέξεις
Przysięgły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς