Przysmażyć στα ελληνικά

Μετάφραση: przysmażyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τηγανίζω, μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζουμε, γόνου, ιχθύδια, τα τηγανίζουμε
Przysmażyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afiliować στα ελληνικά - προσκτώμαι, προσχωρώ, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
  • chronić στα ελληνικά - περιφρουρώ, εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω, φυλάω, προστατεύω, διασφαλίζω, ...
  • deregulacja στα ελληνικά - απορρύθμιση, απορύθμιση, η απορρύθμιση, απορρύθμισης, απελευθέρωση
  • iście στα ελληνικά - αλήθεια, πράγματι, όντως, μάλιστα, πραγματικά
Τυχαίες λέξεις
Przysmażyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τηγανίζω, μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζουμε, γόνου, ιχθύδια, τα τηγανίζουμε