Przytrzymywać στα ελληνικά
Μετάφραση: przytrzymywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατείνομαι, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Μεταφράσεις
- arbitraż στα ελληνικά - διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
- charyzma στα ελληνικά - χάρισμα, το Χάρισμα, χάρισμά, Το Charisma, το χάρισμά
- elektryczny στα ελληνικά - ρεύμα, τωρινός, ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρική, ηλεκτρικά, ηλεκτρικών
- humanistyczny στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρωπιστική, ουμανιστική, ανθρωπιστικό, ανθρωπιστικά, ανθρωπιστικές
Τυχαίες λέξεις
Przytrzymywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατείνομαι, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Μεταφράσεις: διατείνομαι, διατηρώ, υποστηρίζω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει