Przywalać στα ελληνικά
Μετάφραση: przywalać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραπίζω, χαστούκι, καταφέρνω, πείσει, πεισθούν, πεισθούν οι, ομοαξονικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czyn στα ελληνικά - δράση, αγωγή, πράξη, θέληση, διάβημα, βούληση, επενέργεια, ...
- fetyszyzm στα ελληνικά - δεισιδεμονία, φετιχισμού, φετιχισμό, φετιχισμός, ο φετιχισμός
- glejta στα ελληνικά - λιθάργυρος, λιθάργυρο
Τυχαίες λέξεις
Przywalać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραπίζω, χαστούκι, καταφέρνω, πείσει, πεισθούν, πεισθούν οι, ομοαξονικό
Μεταφράσεις: ραπίζω, χαστούκι, καταφέρνω, πείσει, πεισθούν, πεισθούν οι, ομοαξονικό