Przywiązanie στα ελληνικά

Μετάφραση: przywiązanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμονή, στοργή, τρυφερότητα, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Przywiązanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dehydratacja στα ελληνικά - αφυδάτωση, αφυδάτωσης, την αφυδάτωση, αφυδατώσεως, η αφυδάτωση
  • dokonanie στα ελληνικά - απόδοση, παράσταση, διενέργεια, επίτευξη, προσπάθεια, επίδοση, εκτέλεση, ...
  • globula στα ελληνικά - αιμοσφαίριο, σφαιρίδιο
Τυχαίες λέξεις
Przywiązanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμονή, στοργή, τρυφερότητα, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση