Przyznawać στα ελληνικά

Μετάφραση: przyznawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακηρύσσω, προσφέρω, της], εισάγω, χορηγώ, βραβείο, συσκέπτομαι, ομολογώ, απονέμω, επιχορηγώ, επίδομα, παρέχω, κατακυρώνω, προσποιούμαι, κατέχω, εξομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Przyznawać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antydatować στα ελληνικά - προχρονολογούμαι, είναι προγενέστερα, είναι προγενέστερες, είχαν συναφθεί πριν, χρονολογούνται πριν από, είχαν συναφθεί πριν από
  • byle στα ελληνικά - τόσο, έτσι, κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
  • epistemologiczny στα ελληνικά - επιστημολογικής, επιστημολογικές, επιστημολογικών, επιστημολογική, επιστημολογικά
  • fetyszysta στα ελληνικά - φετίχ, φετιχιστή, φετιχιστής, φετιχιστικά, φετιχιστικού
Τυχαίες λέξεις
Przyznawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακηρύσσω, προσφέρω, της], εισάγω, χορηγώ, βραβείο, συσκέπτομαι, ομολογώ, απονέμω, επιχορηγώ, επίδομα, παρέχω, κατακυρώνω, προσποιούμαι, κατέχω, εξομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί