Przyzwyczaić στα ελληνικά
Μετάφραση: przyzwyczaić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειώνομαι, ρυθμίζω, συνηθίζω, διασκευάζω, εξοικειώνω, εγκλιματίζομαι, προσαρμόζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cuchnąć στα ελληνικά - βρομιά, βρομώ, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
- cymbałki στα ελληνικά - κύμβαλα, κυμβάλων, πιατίνια, cymbals, τα κύμβαλα
- dalekowzroczność στα ελληνικά - αγχίνοια, πρόβλεψη, προβλεπτικότητα, πρόβλεψης, προοπτικών, προνοητικότητα
- dostrojenie στα ελληνικά - μελωδία, ρύθμιση, κουρδίζω, κούρδισμα, συντονισμού, συντονισμός, συντονισμό
Τυχαίες λέξεις
Przyzwyczaić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειώνομαι, ρυθμίζω, συνηθίζω, διασκευάζω, εξοικειώνω, εγκλιματίζομαι, προσαρμόζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Μεταφράσεις: εξοικειώνομαι, ρυθμίζω, συνηθίζω, διασκευάζω, εξοικειώνω, εγκλιματίζομαι, προσαρμόζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν