Εξοικειώνομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwyczajać, przyzwyczaić, znam, jestem zaznajomiony, zapoznałem, zapoznałem się, mi znane
Εξοικειώνομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, εξοικειώνομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα πολωνικά - narastanie, rozkołys, dymać, olbrzymieć, wysadzina, modniś, nabrzmieć, ...
  • εξοικειωμένος στα πολωνικά - swojski, konfidencjonalny, poufny, familiarny, rodzinny, zaznajomienie, znajomy, ...
  • εξοικειώνω στα πολωνικά - przyzwyczaić, przyzwyczajać, zapoznanie się z, zapoznania się z, zapoznać się z, zapoznanie się ze, zapoznania się ze
  • εξοκέλλω στα πολωνικά - nabrzeże, pasmo, włókno, splotka, skręt, nitka, wątek, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przyzwyczajać, przyzwyczaić, znam, jestem zaznajomiony, zapoznałem, zapoznałem się, mi znane