Przyzwyczajenie στα ελληνικά
Μετάφραση: przyzwyczajenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυλάκι, εντομή, ξεγελώ, διαθήκη, θέληση, κόλπο, έξη, συνήθεια, αυλακώνω, προαίρεση, τρικ, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biomechanika στα ελληνικά - εμβιομηχανικής, εμβιομηχανική, βιομηχανική, βιοδυναμικής
- bokiem στα ελληνικά - πλαγίως, πλάγια, πλάι, τα πλάγια, πλευρικά
- endogamia στα ελληνικά - ενδογαμία, ενδογαμίας, ενδογαμίας που ακολουθούνταν στο, ενδογαμίας που λειτουργούσε, ενδογαμίας που ακολουθούνταν
- gadanina στα ελληνικά - φλυαρώ, κουραφέξαλα, κουτσομπολεύω, τρίζω, ομιλία, κουβέντα, συζήτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Przyzwyczajenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυλάκι, εντομή, ξεγελώ, διαθήκη, θέληση, κόλπο, έξη, συνήθεια, αυλακώνω, προαίρεση, τρικ, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Μεταφράσεις: αυλάκι, εντομή, ξεγελώ, διαθήκη, θέληση, κόλπο, έξη, συνήθεια, αυλακώνω, προαίρεση, τρικ, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια