Pustelniczy στα ελληνικά
Μετάφραση: pustelniczy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερημικός, απομονωμένος, ερημίτης, recluse, έγκλειστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstrakt στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
- baryłka στα ελληνικά - βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
- bisowanie στα ελληνικά - καλώ πάλι, encore, το Encore, Η Encore, την Encore
- dworny στα ελληνικά - ευγενής, ευγενικός, αβρός, ευγενικό, αριστοκρατική
Τυχαίες λέξεις
Pustelniczy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερημικός, απομονωμένος, ερημίτης, recluse, έγκλειστη
Μεταφράσεις: ερημικός, απομονωμένος, ερημίτης, recluse, έγκλειστη