Απομονωμένος στα πολωνικά

Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odosobniony, izolowany, zaciszny, samotny, ustronny, osobny, pustelniczy, odizolowany, odizolowane, izolowane, odizolowanych
Απομονωμένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομονωμένος

απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, απομονωμένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • απομακρυσμένος στα πολωνικά - zamiejscowy, obcy, daleki, nieobecny, chłodny, odległy, zamierzchły, ...
  • απομνημονεύω στα πολωνικά - zapamiętywać, zapamiętać, zapamiętania, zapamiętywania, zapamiętanie
  • απομονώνω στα πολωνικά - oddzielać, odizolować, wyodrębniać, odizolowywać, odosobnić, odosabniać, izolować, ...
  • απομόνωση στα πολωνικά - odludzie, osamotnienie, ściskać, sprzęgło, chwyt, uścisk, oddzielenie, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: odosobniony, izolowany, zaciszny, samotny, ustronny, osobny, pustelniczy, odizolowany, odizolowane, izolowane, odizolowanych