Ręczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: ręczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγγυώμαι, εχέγγυο, απαντώ, αντίκρισμα, απάντηση, εγγύηση, ένταλμα, υπόσχομαι, εγγυηθεί, εγγυηθώ, vouch, να εγγυηθεί
Ręczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chryzantem στα ελληνικά - χρυσάνθεμα, τα χρυσάνθεμα, χρυσανθέμων, των χρυσανθέμων
  • czekan στα ελληνικά - αξίνα, σκαπάνη, σκαπάνη και, τσαπί
  • dziecinny στα ελληνικά - παιδαριώδης, παιδαριώδη, παιδικό, παιδιάστικη, παιδιάστικο
  • dziesiątkować στα ελληνικά - αποδεκατίζω, καταστρέφω, αποδεκατίσει, αποδεκατίζουν, αποδεκατίσουν
Τυχαίες λέξεις
Ręczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγγυώμαι, εχέγγυο, απαντώ, αντίκρισμα, απάντηση, εγγύηση, ένταλμα, υπόσχομαι, εγγυηθεί, εγγυηθώ, vouch, να εγγυηθεί