Realizować στα ελληνικά

Μετάφραση: realizować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργαλείο, επιτυγχάνω, όργανο, αιτούμαι, εφαρμόζω, πραγματοποιώ, καταφέρω, υλοποιούμαι, βάζω, κατορθώνω, υλοποιώ, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει
Realizować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • burger στα ελληνικά - μπιφτέκι, μπέργκερ, χάμπουργκερ, φαστ
  • ciężar στα ελληνικά - βαρύτητα, βώλος, γεμίζω, φόρος, φορτώνω, κατηγορία, φορτίο, ...
  • dochodowy στα ελληνικά - επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
  • emisariusz στα ελληνικά - απεσταλμένος, απεσταλμένου, απεσταλμένο, απεσταλμένος της, απεσταλμένος του
Τυχαίες λέξεις
Realizować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργαλείο, επιτυγχάνω, όργανο, αιτούμαι, εφαρμόζω, πραγματοποιώ, καταφέρω, υλοποιούμαι, βάζω, κατορθώνω, υλοποιώ, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιούν, συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσουν, συνειδητοποιήσει